gravel$32637$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

gravel$32637$ - translation to ελληνικό

OPEN-PIT MINE FOR THE EXTRACTION OF GRAVEL
Gravel-pit; Gravel extraction; Gravel works; Gravel quarry
  • Gravel pit in Tullingeåsen, which forms part of [[Uppsalaåsen]].

gravel      
n. χαλίκι, ψαμμίαση, χαλίκια

Ορισμός

gravel
¦ noun
1. a loose mixture of small stones, often used for paths and roads.
2. Medicine aggregations of crystals formed in the urinary tract.
¦ verb (gravels, gravelling, gravelled; US gravels, graveling, graveled)
1. cover with gravel.
2. US informal anger or annoy.
Origin
ME: from OFr., dimin. of grave (see grave4).

Βικιπαίδεια

Gravel pit

A gravel pit is an open-pit mine for the extraction of gravel. Gravel pits often lie in river valleys where the water table is high, so they may naturally fill with water to form ponds or lakes. Old, abandoned gravel pits are normally used either as nature reserves, or as amenity areas for water sports, landfills and walking. In Germany former gravel or sand pits that have filled up with water are known as Baggersee ("power dug lake") and popular for recreational use. In addition, many gravel pits in the United Kingdom have been stocked with freshwater fish such as the common carp to create coarse fishing locations. Gravel and sand are mined for concrete, construction aggregate and other industrial mineral uses.